- κιρκινέζι
- το(λ. τουρκ.), αρπαχτικό πουλί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κιρκινέζι — το λαϊκή ονομασία διαφόρων αρπακτικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kerkenes < πιθ. ελλ. κίρκος] … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
ανεμογάμης — ο 1. αυτός που καυχιέται για φανταστικές ερωτικές επιτυχίες του 2. κοινή ονομασία του πτηνού κίρκος, κιρκινέζι, που πετά με βίαιες ρυθμικές κινήσεις … Dictionary of Greek
βαρβάκι — το (Α βάρβαξ, ακος, ο) είδος μικρού γερακιού, κιρκινέζι, κίρκος ο οξύπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Βάρβαξ της θήρας και ερμηνεύεται από τον Ησύχιο «ιέραξ παρά Λίβυσι»] … Dictionary of Greek
ξεφτέρι — και ξιφτέρι, το 1. είδος αρπακτικού πτηνού, το κιρκινέζι 2. (για πρόσ.) εξαιρετικά εύστροφος, ικανός, με μεγάλη αντίληψη, ευφυής (α. «είναι ξεφτέρι στα γράμματα» β. «είναι ξεφτέρι στην κλεψιά») 3. στον πληθ. τα ξεφτέρια τα εξαπτέρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… … Dictionary of Greek
πετροκιρκινέζι — το, Ν ονομασία διαφόρων αρπακτικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κιρκινέζι «λαϊκή ονομ. διαφόρων αρπακτικών πτηνών»] … Dictionary of Greek
Αιαία ή Αίαιη — Το νησί της ομηρικής Κίρκης. Οι ιστορικοί το ταυτίζουν με τη μικρή χερσόνησο της δυτικής ακτής της Ιταλίας, που είχε ένα βουνό, το σημερινό Μόντε Τσιρτσέο (Κιρκαίον όρος). Από μακριά το βουνό αυτό έμοιαζε με νησί. Ας σημειωθεί πως Α. και Κίρκη… … Dictionary of Greek